- ευφόρητος
- -η, -ο (ΑΜ εὐφόρητος, -ον)αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτοςμσν.-αρχ.μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.